μακραίων — lasting long masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραιώνων — μακραίων lasting long masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνα — μακραίων lasting long masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνας — μακραίων lasting long masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνες — μακραίων lasting long masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνι — μακραίων lasting long masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνος — μακραίων lasting long masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωσιν — μακραίων lasting long masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek