μακραίων

μακραίων
ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, -ωνος)
1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + αἰών (πρβλ. δυσ-αίων, ευ-αίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μακραίων — lasting long masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακραιώνων — μακραίων lasting long masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακραίωνα — μακραίων lasting long masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακραίωνας — μακραίων lasting long masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακραίωνες — μακραίων lasting long masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακραίωνι — μακραίων lasting long masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακραίωνος — μακραίων lasting long masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακραίωσιν — μακραίων lasting long masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”